ταχυδακτυλουργικός

ταχυδακτυλουργικός
-ή, -ό, Ν [ταχυδακτυλουργός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχυδακτυλουργό («ταχυδακτυλουργικό κόλπο»)
2. αυτός που γίνεται με ταχυδακτυλουργία («ταχυδακτυλουργική κλοπή»).
επίρρ...
ταχυδακτυλουργικώς και ταχυδακτυλουργικά Ν
με ταχυδακτυλουργίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψηφολογικός — ή, όν, ΜΑ [ψηφολόγος] ταχυδακτυλουργικός …   Dictionary of Greek

  • ψηφοπαικτικός — ή, όν, Μ [ψηφοπαίκτης] 1. ταχυδακτυλουργικός 2. μτφ. αγύρτικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”