- ταχυδακτυλουργικός
- -ή, -ό, Ν [ταχυδακτυλουργός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχυδακτυλουργό («ταχυδακτυλουργικό κόλπο»)2. αυτός που γίνεται με ταχυδακτυλουργία («ταχυδακτυλουργική κλοπή»).επίρρ...ταχυδακτυλουργικώς και ταχυδακτυλουργικά Νμε ταχυδακτυλουργίες.
Dictionary of Greek. 2013.